-
1 сочить
-чу, -чишьρ.δ.μ. βγάζω• χύνω κατά σταγόνες• σταλάζω•сочить слзы χύνω δάκρυα•
рана -чит кровь η πληγή ματώνει.
στάζω, σταλάζω•с лица -ится пот από το πρόσωπο στάζει ιδρώτας•
дерево -ится смолой το δέντρο βγάζει σταγόνες-σταγόνες ρετσίνι.
-
2 капля
капля ж Ι) η σταγόνα, η σταλα(γ)ματιά, η στάλα 2) мн.: \капляи (лекарство ) οι σταγόνες* * *ж1) η σταγόνα, η σταλα(γ)ματιά, η στάλα2) мн.ка́пли (лекарство) — οι σταγόνες
-
3 закапать
-аю, -аешь и. παλ. -плю, -плешь;ρ.σ.μ.1. λερώνω με σταλαματιές.2. στάζω, ρίχνω σταγόνες•закапать лекарство в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.
3. αρχίζω να στάζω, να στα-λαματίζω•слезы -ли из глаз δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια•
дождь -ал άρχισε να βρέχει (να πέφτουν σταλαματιές βροχής).
λερώνομαι με σταλαματιές. -
4 капать
-аю, -аешьκ. παλ. -плю, -плешь, капай,επιρ. μτχ. капаяρ.δ.1. στάζω, σταλάζω•из глаз у не -ли слёзы από τα μάτια της έσταζαν δάκρυα•
дождь -лет πέφτουν σταλαματιές βροχής!•
крыша -лет η στέγη στάζει.
2. ρίχνω σταγόνες•капать лекарство в рюмку ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι.
|| χύνω•не капай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο.
3. απρόσ. σταλαματίζει.εκφρ.не -лет над нами – δε μας βιάζει ή δε μας κυνηγάει κανένας. -
5 капля
-и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•-и дожди σταγόνες βροχής•
-и росы δροσοσταγόνες•
сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.
2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.εκφρ.капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•- и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος. -
6 покапать
ρ.σ.ρίχνω (μερικές) σταγόνες. || πέφτω κατά σταγόνες (σταλαματιές). -
7 брызгонепроницаемый
στεγανός (από πιτσιλίσματα, σταγόνες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брызгонепроницаемый
-
8 закапать
(куда-л. по каплям) στάζω (με σταγόνες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закапать
-
9 исполнение
1. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση 2 (вид работы) η κατασκευήбрызгонепроницаемое - προστατευόμενη από ύδωρ/σταγόνεςвзрывозащищён-ное - см. взрывобезопасное -экспортное - για εξαγωγή 3 (муз.театр.) η ερμηνεία, η εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнение
-
10 перекапать
ρίχνω περισσότερες σταγόνες (από το κανονικό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекапать
-
11 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
12 валерьяновый
валерьян||овыйприл ἀπό βαλεριάνα:\валерьяновыйовые капли οἱ σταγόνες βαλεριάνας. -
13 капли
капл||иж1. ἡ σταγόνα [-ών], ἡ σταλαματιά, ἡ στάλα, ἡ ρανίδα:\капли за \каплией σταγόνα σταγόνα· по \каплие στἀλα στάλα·2. мн. (лекарство) οἱ σταγόνες·3. (самое малое количество) разг ἡ στάλα, τό κομματάκι:ни \каплии ὁβτε μιά στάλα· ◊ до \каплии μέχρι τήν τελευταία σταγόνα, μέχρι τρυγός· похожи как две \каплии воды εἶναι ἰδιοι κι ἀπαράλλαχτοι· \каплии в рот не брать δέν πίνω πιοτά· биться до последней \каплии крови μάχομαι μέχρι τελευταίας ρανίδος αίματος· \капли в море σταγόνα στον ὠκεανό· и \капли камень долбит καί σταγόνα τρώει τήν πέτρα. -
14 мятный
мятн||ыйприл τῆς μέντας, μέ μέντα:\мятныйые капли οἱ σταγόνες μέντας· \мятныйые конфеты οἱ μέντες, οἱ καραμέλλες μέ μέντα. -
15 аппетитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноορεχτικός•-ая колбаса ορεχτικό σαλάμι•
-ые капли ορεχτικές σταγόνες.
|| θελκτικός, γοητευτικός, νόστιμος (κυρίως για γυναίκα). -
16 валерьянка
-и θ.βαλεριανικές σταγόνες. -
17 взбрызнуть
-ну, -нешь ρ.σ.μ.1. ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω•взбрызнуть цветы ραντίζω τα λουλούδια.
2. βρέχω, πίνω, κερνώ•взбрызнуть новое пальто βρέχω το καινούργιο πανωφόρι.
ραντίζομαι, πέφτω κατά μικρές σταγόνες. -
18 вкапать
ρ.σ.μ.(απλ.) στάζω μέσα, ρίχνω μέσα σταγόνες. -
19 вкапывать
ρ.δ.βλ. вкопать.βλ. вкопаться.ρ.δ.βλ. вкапать.χύνομαι μέσα κατά σταγόνες. -
20 впустить
впущу, впустишь, παθ’. μτχ. παρλθ. χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. επιτρέπω την είσοδο•впустить публику в зал αφήνω•
то κοινό να μπει στην αίθουσα.
|| χύνω, ρίχνω•-капли в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.
2. κεντρίζω, μπήγω, χώνω•впустить жало μπήγω το κεντρί.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek